- στηθικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στο στήθος.2. αυτός που πάσχει από φυματίωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στηθικός — ή, ό / στηθικός, ή, όν, ΝΑ [στῆθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στήθος νεοελλ. αυτός που έχει προσβληθεί από φυματίωση, φυματικός, χτικιασμένος … Dictionary of Greek
στηθικοῦ — στηθικός of the breast masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήθειος — ον, Μ [στῆθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στήθος, στηθικός … Dictionary of Greek
στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… … Dictionary of Greek
στηθιαίος — α, ο / στηθιαῑος, αία, ον, ΝΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στήθος, στηθικός αρχ. 1. αυτός που έχει πλατύ στέρνο, ευρύστερνος 2. φρ. «στηθιαῑοι ἀνδριάντες» πιθ. ασπίδες ή θώρακες επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. ραχ ιαίος)] … Dictionary of Greek